Καλλίστω

Καλλίστω
Κάλλιστος
masc nom/voc/acc dual
Κάλλιστος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλλιστώ — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιστώ — I (Αστρον.). Ονομασία δύο ουράνιων σωμάτων. 1. Ο δεύτερος σε μέγεθος δορυφόρος του Δία που ανακαλύφθηκε το 1610 από τον Γαλιλαίο. Έχει περίοδο περιστροφής γύρω από τον Δία 16,689018 αστρικές ημέρες και διάμετρο 4.800 χλμ. Χαρτογράφηση της… …   Dictionary of Greek

  • καλλίστω — καλός beautiful masc/neut nom/voc/acc dual καλός beautiful masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστῳ — Κάλλιστος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστῳ — καλός beautiful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιστοῦς — Καλλιστώ fem nom/voc pl Καλλιστώ fem gen sg Καλλιστώ fem voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλιστοῖ — Καλλιστώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλίστωι — Καλλίστῳ , Κάλλιστος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίστωι — καλλίστῳ , καλός beautiful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλλιστες — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας, που πήρε την ονομασία της από την Άρτεμη Καλλίστη ή τη νύμφη Καλλιστώ. Οι περισσότεροι ιστοριογράφοι υποστηρίζουν τη δεύτερη εκδοχή, καθώς η Καλλιστώ είχε αρκαδική προέλευση και ήταν ακόλουθος της Άρτεμης. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”